-
1 περαιόω
A carry over or across,στρατιὰν πλείω ἐπεραίωσε Th.4.121
, cf. Plu.Crass.10, al.;π. τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Plb.1.66.1
;ἐπὶ Καρχηδόνα τὸν στόλον Plu.2.196c
: metaph.,ἡ ψυχὴ διὰ φιλοσοφίας ἐπεραιώθη Arist.Mu. 391a12
: c. dupl. acc.,τοὺς λοιποὺς π. τὸ ῥεῖθρον Plb.3.113.6
:—[voice] Pass. (with [tense] fut. [voice] Med. in Th.1.10), pass over, cross,μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι Od.24.437
; πῶς περαιωθήσομαι; Ar.Ra. 138 (nowh. else in Poets) ; ;περαιωθείς Id.4.120
; ἐς νῆσον π. Id.5.109 ;εἰς τὴν Ἀσίαν X.An.7.2.12
: c. acc. loci,ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα Hdt.1.209
; περαιωθείς (sc. τὸν Ἑλλήσποντον) Id.5.14;τὸ πέλαγος Th.1.10
;τὸν Ἰόνιον Id.6.34
.2 intr. in [voice] Act., .3 in [voice] Pass., pass through, of cauteries, Hp.Art.11, cf. Oss.7, Aret.SD1.7.II = περαίνω, complete a transaction, etc., Leg.Gort.7.11, GDI4998 vii 15, dub. in Epicur.Nat.2.6 :—[voice] Pass.,ἔνθα αἱ συνουσίαι περαιοῦνται Ruf.Anat.64
;ὁ-ούμενος χρόνος Vett.Val.276
. 34 :— περαιωθέντων is f.l. for περανθέντων in X.HG2.4.39; περαιοῦται ( is bounded) shd. perh. be περατοῦται in Philol.[21].Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περαιόω
См. также в других словарях:
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek